- ἐπιστολίδιον
- ἐπιστολίδιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστολίδιον — ἐπιστολίδιον, τὸ (AM) επιστόλιον … Dictionary of Greek
ἐπιστολιδίοις — ἐπιστολίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)